Ὅσι' — Ὅσιε , Ὅσιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχίοσ' — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχίοσι , βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχίοσι — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
βελτίοσι — βελτί̱οσι , βελτίων better dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάοσι — διδυμά̱οσι , διδυμάων twins masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίοσι — κί̱οσι , κίων pillar masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνάοσι — ξῡνά̱οσι , ξυνήων masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίοσι — πί̱οσι , πίων fat masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδίοσι — ἡδί̱οσι , ἡδύς pleasant dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)