ὅσι'

ὅσι'
ὅσια , ὅσιος
hallowed
neut nom/voc/acc pl
ὅσια , ὅσιος
hallowed
neut nom/voc/acc pl
ὅσιε , ὅσιος
hallowed
masc voc sg
ὅσιε , ὅσιος
hallowed
masc/fem voc sg
ὅσιαι , ὅσιος
hallowed
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὅσι' — Ὅσιε , Ὅσιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχίοσ' — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχίοσι , βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχίοσι — βραχί̱οσι , βραχίων arm masc dat pl βραχύς short dat comp pl (ionic) βραχί̱οσι , βραχύς short dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • βελτίοσι — βελτί̱οσι , βελτίων better dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμάοσι — διδυμά̱οσι , διδυμάων twins masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίοσι — κί̱οσι , κίων pillar masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάοσι — ξῡνά̱οσι , ξυνήων masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίοσι — πί̱οσι , πίων fat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδίοσι — ἡδί̱οσι , ἡδύς pleasant dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”